- ὀποπάναξ
- ὀπο-πάναξ [pron. full] [πᾰ], ᾰκος, ὁ,A gum of Opopanax hispidus, Hercules' woundwort, Heraclid.Tar. ap. Gal.14.186, Dsc.3.48, Gal.12.94, PGrenf.1.52.11 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οποπάναξ — ο (Α ὀποπάναξ) αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα αρχ. ο οπός τού παραπάνω φυτού, ο οποίος χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ὀποπάνακα — ὀποπάναξ gum of Opopanax hispidus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀποπάνακι — ὀποπάναξ gum of Opopanax hispidus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀποπάνακος — ὀποπάναξ gum of Opopanax hispidus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οποπανάκη — ὀποπανάκη, ἡ (Α) [οποπάναξ] το φυτό οποπάναξ … Dictionary of Greek
οποπανάκιον — ὀποπανάκιον, τὸ (Α) [οποπάναξ] το φυτό οποπάναξ … Dictionary of Greek
Opoponax — Taxobox name = Oplopanax chironium image caption = regnum = Plantae divisio = Magnoliophyta classis = Magnoliopsida ordo = Apiales familia = Apiaceae genus = Opopanax genus authority = subdivision ranks = Species subdivision = * Opopanax… … Wikipedia
Opopanax — chironium Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked) … Wikipedia
opopánax — ► sustantivo masculino BOTÁNICA Opopónaco, planta umbelífera y gomorresina roja que de ella se obtiene. IRREG. plural opopánax * * * opopánax. (Del lat. opopănax, y este del gr. ὀποπάναξ). m. opopónaco … Enciclopedia Universal
αμπελόνα — η Βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Opopanax hispidus τού γένους Οποπάναξ … Dictionary of Greek
ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η … Dictionary of Greek